ψυχοστερής

ψυχοστερής
-ές, Α
αυτός που έχει στερηθεί την ψυχή, την ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. βιο-στερής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”